Το Irish whiskey φημίζεται για την απαλή γεύση και τη μεταξένια του υφή.
Το Irish whiskey, ένα από τα παλαιότερα αλκοολούχα ποτά στον κόσμο, αποστάζεται στην Ιρλανδία από τον 6ο αιώνα. Το χρώμα του ποικίλλει από το αχυροκίτρινο έως το βαθύ κεχριμπαρένιο, ενώ η γευστική παλέτα του περιλαμβάνει από νότες φρούτων και ανθέων μέχρι ξύλου και μελιού.
Ιστορία και προέλευση
Οι Ιρλανδοί μοναχοί ήταν εκείνοι που εισήγαγαν τα πρώτα αποστάγματα στην Ιρλανδία, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τη γέννηση ενός από τα πιο φημισμένα ουίσκι στον κόσμο, αλλά και της ίδιας της ονομασίας του ποτού. «Uisce Beatha» σημαίνει «νερό της ζωής». Η ονομασία αυτή αρχικά χρησιμοποιούνταν για τα αποστάγματα κάθε είδους, ακόμη και εκείνα που προορίζονταν για αρώματα ή φάρμακα, τελικά όμως έγινε συνώνυμη του ποτού που γνωρίζουμε σήμερα.
Το Irish whiskey αρχικά παραγόταν στα σπίτια, πολλές φορές κρυφά, προς αποφυγή της βαριάς φορολογίας. Παραδοσιακά, η παραγωγή του ήταν τοπική και μικρής κλίμακας. Ωστόσο, τον 19ο αιώνα σημειώθηκε αλματώδης αύξηση της ποσότητας του παραγόμενου ουίσκι. Η εκβιομηχάνιση ήταν τόσο ραγδαία που, από το 1827 έως το 1840, ο αριθμός των αποστακτήρων που λειτουργούσαν στην Ιρλανδία διπλασιάστηκε! Ενώ ο 19ος αιώνας ήταν εποχή ευημερίας για τους ποτοποιούς της Ιρλανδίας, στις αρχές του 20ου αιώνα ήρθαν αντιμέτωποι με τεράστιες δυσκολίες.
Η οικονομική αναστάτωση λόγω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, της Πασχαλινής Εξέγερσης και του ιρλανδικού εμφυλίου προξένησε τεράστια ζημιά στον κλάδο. Το Irish whiskey υπέστη ένα επιπλέον πλήγμα λόγω της 18ης τροποποίησης του συντάγματος των ΗΠΑ, με την οποία απαγορεύτηκε η πώληση αλκοολούχων ποτών στις ΗΠΑ (ποτοαπαγόρευση). Από τη μια μέρα στην άλλη, το Irish whiskey έχασε τη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά του, γεγονός που ζημίωσε ακόμη περισσότερο τον κλάδο που ήδη βρισκόταν σε δύσκολη θέση.
Παρά τα προβλήματα αυτά, το Irish whiskey επιβίωσε και από τη δεκαετία του 1980 σημειώνει σταθερή ανάκαμψη. Τη δεκαετία του 1990 υπογράφηκε σειρά διεθνών συμφωνιών που αναγνώριζαν τη μοναδικότητα του Irish whiskey, όπως η συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ του 1994, βάσει της οποίας μόνο το whiskey που αποστάζεται στο νησί της Ιρλανδίας μπορεί να χρησιμοποιεί αυτή την ονομασία. Έως το 2013, οι εξαγωγές Irish whiskey σε όλο τον κόσμο είχαν ξεπεράσει τα 6,2 εκατομμύρια κιβώτια των 9 λίτρων, γεγονός που μαρτυρά τη μεγάλη εκτίμηση που τρέφουν για το προϊόν οι καταναλωτές σε όλο τον κόσμο.
Διαδικασία παραγωγής
Η διαδικασία παραγωγής αρχίζει με την επιλογή αναποφλοίωτων σπόρων σιτηρών —100 % βύνη κριθαριού στο malt whiskey και τουλάχιστον 30 % στο grain whiskey— οι οποίοι αλέθονται και κατόπιν αναμειγνύονται με νερό της περιοχής. Ο πολτός που προκύπτει θερμαίνεται ώστε να εκχυλιστούν τα σάκχαρα από τα σιτηρά και το εναπομένον γλεύκος («wort») είναι έτοιμο για τη ζύμωση. Στη συνέχεια προστίθεται μαγιά, η οποία μετατρέπει τα σάκχαρα του γλεύκους σε αλκοόλη. Το υγρό που έχει υποστεί ζύμωση ονομάζεται «wash» και είναι πλέον έτοιμο για απόσταξη.
Η απόσταξη του Irish whiskey μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: με τη μέθοδο του άμβυκα, που είναι παλαιότερη, και με τη μέθοδο της αποστακτικής στήλης. Με τη μέθοδο του άμβυκα παράγονται ουίσκι με πληρέστερο γευστικό προφίλ, ενώ με την αποστακτική στήλη παράγονται ελαφρύτερα αποστάγματα.
Κατά την απόσταξη, το υγρό «wash» θερμαίνεται, διαχωρίζεται και συμπυκνώνεται. Η διαδικασία διαφέρει ανάλογα με το αν χρησιμοποιείται άμβυκας ή αποστακτική στήλη και ανάλογα με το αν το ουίσκι είναι διπλής ή τριπλής απόσταξης. Πάντως, ανεξάρτητα από τη μέθοδο, απαιτείται μαεστρία για την επιλογή των καταλληλότερων οινοπνευματωδών ενώσεων. Αυτό το στάδιο της διαδικασίας παραγωγής ονομάζεται «cut» και είναι αποφασιστική σημασίας για την παραγωγή ποιοτικού ουίσκι.
Τέλος, το ουίσκι ωριμάζει σε αποθήκες στο νησί της Ιρλανδίας για τουλάχιστον τρία έτη. Η απαγόρευση της ωρίμανσης του προϊόντος εκτός Ιρλανδίας είναι τόσο αυστηρή που το ουίσκι δεν μπορεί να εξαχθεί σε βαρέλι, παρά μόνο σε φιάλη ή σε δοχείο από αδρανές υλικό.